- καυχίτσα
- καυχίτσα, ἡ (Μ)1. κόρη2. παρακόρη, δούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + υποκορ. κατάλ. -ίτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυκίτσα — και καυχίτσα, η ερωμένη, γκομενίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα (II) + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κοπελ ίτσα, σκυλίτσα)] … Dictionary of Greek